Ἕρσαι — Ἕρση fem nom/voc pl Ἕρσᾱͅ , Ἕρση fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕρσαι — ἕρση dew fem nom/voc pl ἕρσᾱͅ , ἕρση dew fem dat sg (doric aeolic) ἔρσα dew fem nom/voc pl ἕρσᾱͅ , ἔρσα dew fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕρσᾳ — ἕρσαι , ἕρση dew fem nom/voc pl ἕρσᾱͅ , ἕρση dew fem dat sg (doric aeolic) ἕρσαι , ἔρσα dew fem nom/voc pl ἕρσᾱͅ , ἔρσα dew fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕρσᾳ — Ἕρσαι , Ἕρση fem nom/voc pl Ἕρσᾱͅ , Ἕρση fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aristonicus of Alexandria — Aristonicus (Latin; Greek polytonic|Ἀριστόνικος Aristonikos ) of Alexandria was a distinguished Greek grammarian who lived during the reigns of Augustus and Tiberius, contemporary with Strabo.Strabo 1.38.] He taught at Rome, and wrote… … Wikipedia
έρση — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις κόρες του Κέκροπα, η οποία εκπροσωπούσε την πρωινή δροσιά. Ο Ερμής την αγάπησε παράφορα και ζήτησε τη βοήθεια της αδελφής της, αλλά η Αθηνά στάλαξε στην ψυχή της τελευταίας το δηλητήριο της ζηλοτυπίας, για να … Dictionary of Greek
μέτασσαι — μέτασσαι, αἱ (Α) (για αιγοπρόβατα) τα όψιμα αρνιά («χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ αὖθ ἕρσαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μετεπιρρηματικό επίθ. < μετά + επίθημα τι αι (< IE * tyo , πρβλ. αρχ. ινδ. apa tya , amᾱ tya , nitya ), βλ.… … Dictionary of Greek
οβρίκαλα — ὀβρίκαλα και ποιητ. τ. ὄβρια, τὰ (Α) νεογνά ζώων, ιδίως άγριων («λεόντων πάντων τ ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οβρίκαλα μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. τού πληθ. ὀβρικάλοισι (και ὀβρίχοισι) … Dictionary of Greek
ορσοί — ὀρσοί (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τῶν ἀρνῶν οἱ ἔσχατοι γενόμενοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. ἔρση* (πληθ. ἔρσαι «νεογνά ζώων, αρνιά»)] … Dictionary of Greek